καπνίτης

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπνίτης Medium diacritics: καπνίτης Low diacritics: καπνίτης Capitals: ΚΑΠΝΙΤΗΣ
Transliteration A: kapnítēs Transliteration B: kapnitēs Transliteration C: kapnitis Beta Code: kapni/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος
A smoky quartz, Alex. Trall.1.15.
II fem. καπνῖτις (v.l. -ίτης), = καπνός ΙΙ, Ps.-Dsc.4.109.

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, = κάπνιος, Pflanze, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καπνίτης: ὁ, = κάπνιος ΙΙ, Διοσκ. 4. 110.

Greek Monolingual

ὁ (Α καπνίτης)
νεοελλ.
ονομασία φυτού, καπνόχορτο ή φουμαρία
αρχ.
φρ. «καπνίτης λίθος» — καπνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -ίτης, (πρβλ. πισσίτης, πυρίτης)].