καρπογόνος

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπογόνος Medium diacritics: καρπογόνος Low diacritics: καρπογόνος Capitals: ΚΑΡΠΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: karpogónos Transliteration B: karpogonos Transliteration C: karpogonos Beta Code: karpogo/nos

English (LSJ)

(parox.), ον, bearing fruit, Dsc.5.141, prob. in Lyr. in Philol.80.338.

German (Pape)

[Seite 1328] Frucht erzeugend, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fertile litt. qui engendre des fruits.
Étymologie: καρπός, γίγνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

καρπογόνος: -ον, φέρων καρπόν, καρποφόρος Διοσκ. 5. 159.

Greek Monolingual

καρπογόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φέρει καρπό, ο καρποφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρπογόνον
η καρπογονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος ζωο-γόνος)].