καταμαίνομαι

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμαίνομαι Medium diacritics: καταμαίνομαι Low diacritics: καταμαίνομαι Capitals: ΚΑΤΑΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: katamaínomai Transliteration B: katamainomai Transliteration C: katamainomai Beta Code: katamai/nomai

English (LSJ)

aor. Pass. -εμάνην [ᾰ], do mad acts against, τῶν Ἰουδαίων Ph.2.542, cf. J.BJ7.8.1.

German (Pape)

[Seite 1362] dagegen toben, rasen, τινός, gegen Einen, Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμαίνομαι: παθ. ἀόρ. -εμάνην ᾰ, ἐνεργῶ ὡς μαινόμενος ἐναντίον τινός, τινος Φίλων 2. 542, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 7. 8, 1.

Greek Monolingual

καταμαίνομαι (Α)
κατέχομαι από μανία, ενεργώ ως μαινόμενος εναντίον κάποιου.