Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταξέω

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταξέω Medium diacritics: καταξέω Low diacritics: καταξέω Capitals: ΚΑΤΑΞΕΩ
Transliteration A: kataxéō Transliteration B: kataxeō Transliteration C: katakseo Beta Code: katace/w

English (LSJ)

A polish smooth, τοὺς ὀρθοστάτας καταξοῦντι IG12.374.221, cf. 12(2).10.22 (Mytil.); λίθον Milet.7.59:—Pass., κατεξέσθη τὸ ὑπέρθυρον Haussoullier Miletp.163, cf. Plu.2.953b: metaph., of style, τῇ λέξει κατεξεσμένον Ps.-Plu.Vit.Hom.72.
II carve, in Pass., Arist.Mir.838b15.

German (Pape)

[Seite 1367] (s. ξέω), zerkratzen, zerschaben, abschaben, ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Plut. de prim. frigid. 17; übh. = καταξαίνω, zerreißen, Sp.

French (Bailly abrégé)

polir en grattant.
Étymologie: κατά, ξέω.

Russian (Dvoretsky)

καταξέω: (fut. καταξέσω)
1 тщательно выскабливать, шлифовать, полировать (τὰ κέρατα Plut.);
2 покрывать резьбой (θόλοι κατεξεσμένοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

καταξέω: μέλλ. -ξέσω, ξέω πολύ, καλῶς στιλβώνω (ἐν τῇ τέχνῃ), ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Πλούτ. 2. 953Β. 2) = καταξαίνω 2, ξεσχίζω, σπαράσσω, σιδηροῖς ὄνυξι τὰς πλευρὰς κ. Ἐκκλ. ΙΙ. κοσμῶ, δι’ ἀναγλύφων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 104.

Greek Monolingual

καταξέω (AM)
τραυματίζω ψυχικά, πληγώνω
αρχ.
1. στιλβώνω καλά, γυαλίζω καλά («ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», Πλούτ.)
2. (μτφ. για ύφος) επιμελούμαι, καλλωπίζω
3. γλύφω, σκαλίζω, χαράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ξέω «χαράζω» αλλά και «στιλβώνω» και «δέρνω, μαστιγώνω»].