καταφθάνω

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφθάνω Medium diacritics: καταφθάνω Low diacritics: καταφθάνω Capitals: ΚΑΤΑΦΘΑΝΩ
Transliteration A: kataphthánō Transliteration B: kataphthanō Transliteration C: katafthano Beta Code: katafqa/nw

English (LSJ)

[φθᾰ],
A fall upon unawares, ἐπί τινα LXX Jd.20.42.
II c. inf., κ. τεκεῖν bring forth a child first, BGU665 ii 14 (i A.D.): also c. acc., pay in advance, κατέφθακα ἀρτάβας ιβ POxy.1482.10 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

καταφθάνω: ἐπιπίπτω ἀπροσδοκήτως, ἐπί τινα Ἑβδ. (Ἰουδ. Κ', 32) · τινὰ Μαλαλ.

Greek Monolingual

και καταφτάνω (AM καταφθάνω, Μ και καταφθάζω και καταφτάνω)
νεοελλ.-μσν.
1. αφικνούμαι, φθάνω, έρχομαι
2. προλαβαίνω κάποιον που προηγείται, προφταίνω κάποιον
3. φθάνω απροσδόκητα, ξαφνικά
4. φθάνω έγκαιρα
αρχ.
1. φθάνω ξαφνικά κάποιον και πέφτω επάνω του
2. προφταίνω να κάνω κάτι
3. (για πληρωμή ή δόση) δίνω προκαταβολικά.

German (Pape)

(φθάνω), zuvorkommen, überraschen, überfallen, τινά, Schol. Aesch. Eum. 376; LXX und andere Spätere