καταφυγγάνω

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφυγγάνω Medium diacritics: καταφυγγάνω Low diacritics: καταφυγγάνω Capitals: ΚΑΤΑΦΥΓΓΑΝΩ
Transliteration A: kataphyngánō Transliteration B: kataphynganō Transliteration C: katafyggano Beta Code: katafugga/nw

English (LSJ)

= καταφεύγω, Hdt.6.16, Aeschin.3.208, PCair.Zen.495.10 (iii B.C.).

French (Bailly abrégé)

seul. prés;
c.
καταφεύγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφυγγάνω [~ καταφεύγω] vluchten.

German (Pape)

(φυγγάνω), = καταφεύγω; Her. 6.16; Aesch. 3.208.

Russian (Dvoretsky)

καταφυγγάνω: Her., Aeschin. = καταφεύγω.

Greek Monolingual

καταφυγγάνω (Α)
καταφεύγω, βρίσκω καταφύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φυγγάνω «φεύγω»].

Greek Monotonic

καταφυγγάνω: = καταφεύγω, σε Ηρόδ., Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

καταφυγγάνω: καταφεύγω, Ἡρόδ. 6. 16, Αἰσχίν. 83. 39.

Middle Liddell

= καταφεύγω, Hdt., Aeschin.]