κεκρυμμένως

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκρυμμένως Medium diacritics: κεκρυμμένως Low diacritics: κεκρυμμένως Capitals: ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: kekrymménōs Transliteration B: kekrymmenōs Transliteration C: kekrymmenos Beta Code: kekrumme/nws

English (LSJ)

Adv., (κρύπτω) secretly, LXX Je.13.17, Arr.Epict. 3.7.11.

German (Pape)

[Seite 1413] verborgen, heimlich, B. A. 8, 33 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
en cachette.
Étymologie: κεκρυμμένος, part. pf. Pass. de κρύπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκρυμμένως: Ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ῥήμ. κρύπτω, κρυφίως, λάθρα, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 11.

Greek Monolingual

κεκρυμμένως (ΑΜ)
επίρρ. κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρυμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κρύπτω.