κισσοφόρος

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κισσοφόρος Medium diacritics: κισσοφόρος Low diacritics: κισσοφόρος Capitals: ΚΙΣΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kissophóros Transliteration B: kissophoros Transliteration C: kissoforos Beta Code: kissofo/ros

English (LSJ)

Att. κιττοφόρος, ον,
A ivy-wreathed, of Dionysus, Pi.O.2.27, Ar.Th.988 (lyr.), BCH50.240 (Thasos, iii/ii B.C.); ὁ κισσοφόρος παῖς Διός ib.529 (Marathon, ii A.D.): metaph., κ. διθύραμβοι Simon.148.
2 luxuriant with ivy, νάπη E.Tr.1066(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1443] Epheu tragend, hervorbringend, Ἰδαῖα νάπη Eur. Troad. 1066; – wie die Bacchanten mit Epheu umkränzt, od. den mit Epheu umwundenen Thyrsus tragend, Bacchus, Pind. Ol. 2, 30; Ar. Thesm. 688; διθύραμβοι Simonds. 70 (XIII, 28).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné de lierre ou qui porte le thyrse entouré de lierre.
Étymologie: κισσός, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

κισσοφόρος: атт. κιττοφόρος 2
1 поросший плющом (νάπη Eur.);
2 увитый плющом (Βάκχος Pind.; перен. διθύραμβος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κισσοφόρος: Ἀττ. κιττ-, ον, φέρων κισσὸν ἢ ἐστεφανωμένος διὰ κισσοῦ, Πινδ. Ο. 2. 50, Ἀριστοφ. Θεσμ. 988· ― πρβλ. κιστοφόρος. 2) θάλλων ἐκ κισσοῦ, νάπη Εὐρ. Τρῳ 1066.

English (Slater)

κισσοφόρος ivy bearing of Dionysos. παῖςκισσοφόρος (O. 2.27)

Greek Monolingual

κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, -ον (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ.
β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.)
2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.)
3. το αρσ. ως ουσ.κισσοφόρος
νόμισμα που είχε ως έμβλημα κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη-φόρος, τροπαιοφόρος.

Greek Monotonic

κισσοφόρος: Αττ. κιττ-, -ον (φέρω), αυτός που φέρει κισσό ή είναι στεφανωμένος με κισσό, σε Πίνδ.· πλούσιος σε κισσό, σε Ευρ.

Middle Liddell

φέρω
ivy-wreathed, Pind.: luxuriant with ivy, Eur.