κλίμακα
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
Greek Monolingual
η (AM κλῖμαξ, -ακος) κλίνω
κινητή ή σταθερή κατασκευή από επάλληλα οριζόντια επίπεδα ή στηρίγματα, που χρησιμεύει για να ανέρχεται και να κατέρχεται κάποιος, η σκάλα (α. «μαρμάρινη κλίμακα» β. «κλίμακα δ' ὑψηλὴν κατεβήσετο οἷο δόμοιο», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
1. μτφ. η κατάταξη κατά ανιούσα ή και αντίθετα κατά κατιούσα σειρά («ο συντελεστής της φορολογικής κλίμακας είναι πολύ υψηλός»)
2. φυσ. σειρά υποδιαιρέσεων σε ένα όργανο μέτρησης (α. «έγινε σεισμός 5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ» β. «θερμομετρική κλίμακα»)
3. μουσ. τύπος διάταξης τών φθόγγων ή τών διαστημάτων που αποτελούν μια οκτάβα
4. εκκλ. ορισμένη σειρά ύμνων
5. (για σχεδιαγράμματα, χάρτες κ.λπ.) ο σταθερός λόγος μεταξύ του πραγματικού μεγέθους και του εικονιζόμενου ομοιώματος, ο οποίος συνήθως διατυπώνεται με κλασματικό αριθμό ή με γραφική παράσταση («χάρτης της Ελλάδας υπό κλίμακα 1/800.000»)
6. φρ. «σε ευρεία κλίμακα» ή «σε μεγάλη κλίμακα» — σε μεγάλη έκταση, σε μεγάλο βαθμό
μσν.-αρχ.
μτφ. ο τρόπος για να ανέλθει κάποιος («ἄνοδοι καὶ κλίμακες πρὸς οὐρανὸν ἀνάγουσαι ὑμάς», Μηναί.)
αρχ.
1. κλιμακοειδές όργανο βασανισμού
2. όργανο για ανάταξη εξαρθρωμένων μελών
3. τέχνασμα τών παλαιστών κατά το οποίο ο ένας παλαιστής πηδά στην πλάτη του άλλου και καταπιέζοντας τον προσπαθεί να τον καταβάλει
4. τμήμα του άρματος
5. (ρητ.) λεκτικό σχήμα βαθμιαίας ανάβασης από ασθενέστερες εκφράσεις σε ισχυρότερες
6. στον πληθ. αἱ κλίμακες
τα κιγκλιδώματα που βρίσκονται στις δύο πλευρές μιας γέφυρας.