κληματαριά
From LSJ
κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
η
1. ονομασία που δίνεται σε κλήμα το οποίο καλλιεργείται με τέτοιο τρόπο ώστε το φύλλωμά του να σχηματίζει ένα σκιερό στρώμα πάνω από το έδαφος και να κλαδεύεται έτσι ώστε οι καρποφόροι κλάδοι να απέχουν αρκετά από το έδαφος, αναδενδράδα, κρεβατίνα, περγουλιά
2. συνεκδ. το κατασκεύασμα από δοκούς πάνω στους οποίους απλώνονται τα κλαδιά αναρριχώμενης αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλήμα, -ατος + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδαριά, συκωταριά)].