κληρονομώ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
Greek Monolingual
και κληρονομάω (AM κληρονομῶ, κληρονομέω, Α δωρ. τ. κλαρονομῶ) κληρονόμος
1. γίνομαι κάτοχος ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από κληρονομιά, γίνομαι κληρονόμος, παίρνω κάτι ως μερίδιο από κληρονομιά (α. «κληρονόμησε από τον πατέρα του τριάντα εκατομμύρια» β. «ἐπεθύμεις κληρονομεῖν... τὰ κτήματα καὶ τὸν πίθον», Λουκιαν.
γ. «ἐκληρονόμησε δὲ και τήν μητρυιὰν ἀγαπηθείς ὥσπερ υἱὸς ὑπ' αὐτῆς», Πλούτ.)
2. παίρνω σωματική ή ψυχική ιδιότητα από γονείς ή από προγόνους (α. «τη σπατάλη τήν κληρονόμησε από τον πατέρα του» β. «ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν», Ισοκρ.)
3. αφήνω κληρονομιά, αφήνω κληρονόμο, κληροδοτώ («ἀγαθὸς ἀνὴρ κληρονομήσει υἱούς υἱῶν», ΠΔ)
4. λαμβάνω, αποκτώ κάτι (α. «κληρονομήσειν παρά... τοῖς Ἕλλησι τήν έπ' ἀσεβείᾳ δόξαν», Πολ. β. «ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει», ΚΔ)
μσν.
1. διανέμω, δωρίζω σε κλήρους
2. σφετερίζομαι την περιουσία κάποιου, αρπάζω τα υπάρχοντά του και τον εκδιώκω.
Translations
inherit
Arabic: وَرَثَ; Armenian: ժառանգել; Asturian: heredar; Bulgarian: наследявам; Catalan: heretar; Chinese: 繼承/继承, 继承; Czech: zdědit, dědit, podědit; Dutch: erven; East Central German: aarm; Esperanto: heredi; Finnish: periä; French: hériter; Galician: herdar; German: übernehmen, erben; Greek: κληρονομώ; Ancient Greek: κληρονομέω; Hebrew: ירש; Hungarian: örököl; Italian: ereditare; Japanese: 受継ぐ; Latin: heredito; Malay: mewarisi; Norwegian: arve; Occitan: eiretar; Old English: ierfan; Oromo: dhaaluu; Polish: dziedziczyć, odziedziczyć; Portuguese: herdar; Romanian: moșteni; Russian: наследовать, унаследовать; Slovak: zdediť, dediť; Slovene: podedovati, dedovati; Spanish: heredar; Swahili: -rithi; Swedish: ärva; Ukrainian: успадковувати, успадкувати; Vietnamese: thừa kế; Volapük: gerön; Walloon: eriter; Welsh: etifeddu