κολλήεις

From LSJ

ἀθρόαις πέντε δραπὼν νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις ἱερὸν εὐζοίας ἄωτον → for five whole nights and days, culling the sacred excellence of joyous living | reaping the sacred bloom of good living for five full nights and as many days

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλήεις Medium diacritics: κολλήεις Low diacritics: κολλήεις Capitals: ΚΟΛΛΗΕΙΣ
Transliteration A: kollḗeis Transliteration B: kollēeis Transliteration C: kollieis Beta Code: kollh/eis

English (LSJ)

κολλήεσσα, κολλήεν, (κόλλα) glued together, close-joined, ξυστά Il.15.389, cf. 678; ἅρματα Hes.Sc.309.

German (Pape)

[Seite 1473] εσσα, εν, zusammengeleimt, festgefugt; ξυστά Il. 15, 389; ἅρματα Hes. Sc. 309.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
bien ajusté.
Étymologie: *κολλός, de κέλλω, non de κόλλα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολλήεις -ήεσσα -ῆεν [κόλλα] stevig verbonden, hecht samengevoegd.

Russian (Dvoretsky)

κολλήεις: ήεσσα, ῆεν крепко сбитый, сколоченный (ξυστά Hom.; ἅρματα Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

κολλήεις: εσσα, εν, (κόλλα) συγκεκολλημένος, στενῶς συνηνωμένος, ξυστὰ Ἰλ. Ο. 389, πρβλ. 677· ἅρματα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 309.

English (Autenrieth)

(κολλάω): ξυστὰ ναύμαχα κολλήεντα, ship-spears united with rings, Il. 15.389†.

Greek Monolingual

κολλήεις, -εσσα, -εν (Α) κόλλα
συγκολλημένος, ενωμένος με κόλλα.

Greek Monotonic

κολλήεις: -εσσα, -εν (κόλλα), = κολλητός, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

κολλήεις, εσσα, εν κόλλα = κολλητός, Il., Hes.]