κυδωνιά

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

και κυδωνιά και κυδωνέα, η (AM κυδωνέα και κυδωνιά)
επιστημονική και κοινή ονομασία του γένους cydonia και του μοναδικού είδους που ανήκει σ' αυτό, δηλαδή του οπωροφόρου θάμνου ή δένδρου Cydonia oblonga, της τάξης ροδώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυδώνιον + -έα
ο τ. κυδωνιά < κυδωνέα με συνίζηση (πρβλ. απιδ-έα > απιδιά)].