κυμοπλήξ
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
-ῆγος, ὁ, ἡ, = κυματοπλήξ, Hdn.Gr. 1.46.
German (Pape)
[Seite 1531] v.l. für κυματοπλήξ.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, = κυματοπλήξ, Ἀρκάδ. 19. 6.
Greek Monolingual
κυμοπλήξ, -ῆγος (Α)
κυματοπλήξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα + -πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ακανθοπλήξ, ηλιοπλήξ].