κυριολεξία
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
ἡ, use of literal, opp. figurative, expressions, Herm.in Phdr.p.192 A., Eust. 624.41.
German (Pape)
[Seite 1536] ἡ, Eigenthümlichkeit der Rede, eigentlicher Ausdruck, κατὰ κυριολεξίαν, im eigentlichen Sinne, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
κῡριολεξία: ἡ, ἡ χρῆσις κυριολεκτικῶν φράσεων καὶ ὕφους κατ’ ἀντιθ. πρὸς τὸ μεταφορικόν, Σχόλ. εἰς Πλάτ. εἰς Φαῖδρ. 267C · Εὐστ.· ― Ἐπίρρ. κῡριολεκτικῶς, κατὰ τὴν κυρίαν σημασίαν ἑκάστης λέξεως, Εὐστ. Πονημ. 63. 61· ὡσαύτως κυριολέκτως, Ὀλυμπιόδ.
Greek Monolingual
η (AM κυριολεξία) κυριολεκτώ
η χρήση τών λέξεων ή τών φράσεων με την ακριβή σημασία τους, η ακριβολογία
νεοελλ.
η ακριβής σημασία λέξης ή φράσης, η κύρια σημασία, σε αντιδιαστολή με τη μεταφορική.