κύλλα

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύλλα Medium diacritics: κύλλα Low diacritics: κύλλα Capitals: ΚΥΛΛΑ
Transliteration A: kýlla Transliteration B: kylla Transliteration C: kylla Beta Code: ku/lla

English (LSJ)

σκύλαξ (Elean), Hsch. κύλλαβοι· ὑπώπια, Id.; cf. κύλα.

Greek Monolingual

κύλλα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκύλαξ
Ἠλεῖοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλλα, με σίγηση του αρκτικού -σ- (πρβλ. σμικρός - μικρός)].

Frisk Etymological English

Meaning: σκύλαξ. Ήλεῖοι H.,
See also: s. σκύλαξ.

Frisk Etymology German

κύλλα: {kúlla}
Meaning: σκύλαξ. Ἠλεῖοι H.,
See also: s. σκύλαξ.
Page 2,47