λακέω
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
Dor. for ληκέω (q.v.). λάκη· ῥάκη (Cret.), Hsch. λακηδῆξαι· διαρρῆξαι, Id. λακηθμόν· ὃν οἱ Ἀττικοὶ γλωσσόκομον καλοῦσιν, Id.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ληκέω.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱκέω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ ληκέω, Θεόκρ.· πρβλ. λάσκω.
Greek Monotonic
λᾱκέω: Δωρ. αντί ληκέω.