ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
ο λανάρι
1. αυτός που ξαίνει μαλλί, βαμβάκι ή λινάρι με το λανάρι
2. ο χειριστής λαναριστικής μηχανής
3. ο κατασκευαστής ή πωλητής λαναριών.