λαπάθη

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαπάθη Medium diacritics: λαπάθη Low diacritics: λαπάθη Capitals: ΛΑΠΑΘΗ
Transliteration A: lapáthē Transliteration B: lapathē Transliteration C: lapathi Beta Code: lapa/qh

English (LSJ)

ἡ, = λάπαθον.

Greek Monolingual

και λάπατο, το (AM λάπαθον, Α και λάπαθος, ὁ και ἡ, και λαπάθη, ἡ, Μ και λάπατον)
κοινή, σήμερα, ονομασία ειδών του φυτού ρούμεξ
αρχ.
όρυγμα που χρησίμευε ως παγίδα για άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Σύμφωνα με χαρακτηρισμό του τ. ως «βοτάνης κενωτικής», η λ. πιθ. να συνδέεται με τους τ. λαπάσσω, λαπαρός. Η κατάλ. -θον είναι δηλωτική φυτών που πιθ. είναι δάνειες λέξεις (πρβλ. ἄνηθον). Ο τ. λάπατο πιθ. μέσω του ισπ. lapato < λατ. lapathum < λάπαθον. Οι τ. λάπαθος και λαπάθη είναι μεταπλασμένοι κατά το γένος τύποι του λάπαθον. Η κατάλ. -θος ως αρχική εμφανίζεται και σε άλλες ονομασίες φυτών (πρβλ. ασπάλαθος, λέκιθος)].