λαχανισμός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ,
A cutting or gathering of vegetables, ἐπὶ -ισμὸν ἐξελθεῖν Th.3.111, cf. PTeb.117.73 (i B.C.).
II being at grass, of horses, Hippiatr.129.
German (Pape)
[Seite 20] ὁ, das Abschneiden u. Sammeln der Gemüse od. Küchenkräuter, καὶ συλλογὴ φρυγάνων vrbdt Thuc. 3, 111.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de cueillir ou de récolter des légumes.
Étymologie: λάχανον.
Russian (Dvoretsky)
λᾰχᾰνισμός: ὁ сбор овощей (ἐπὶ λαχανισμὸν ἐξελθεῖν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾰχᾰνισμός: ὁ, τὸ κόπτειν ἢ συλλέγειν λάχανα, ἐπὶ λαχανισμὸν ἐξελθεῖν Θουκ. 3. 111.
Greek Monolingual
λαχανισμός, ὁ (Α) λαχανίζω
1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.)
2. (για ίππο) η βρώση χόρτων.
Greek Monotonic
λᾰχᾰνισμός: ὁ, κοπή ή συλλογή λαχάνων, σε Θουκ.
Middle Liddell
λᾰχᾰνισμός, οῦ, ὁ,
a gathering of vegetables, Thuc. [from λάχᾰνον]