λειψίφωτος

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειψῐφωτος Medium diacritics: λειψίφωτος Low diacritics: λειψίφωτος Capitals: ΛΕΙΨΙΦΩΤΟΣ
Transliteration A: leipsíphōtos Transliteration B: leipsiphōtos Transliteration C: leipsifotos Beta Code: leiyi/fwtos

English (LSJ)

λειψίφωτον, waning, Paul.Al.M.4, Cat.Cod.Astr.8(2).107.13, al.:—also λειψῐ-φως, Vett.Val. 191.6, Eust.811.63; but ἥρωες… λιψόφωτες (sic) who have quitted the light of day, PMag.Par.1.1409.

Greek Monolingual

λειψίφωτος, -ον (AM)
αυτός που έχει αμυδρό, ελαττωμένο, άτονο φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειψί- (βλ. λείπω) + -φωτος (< φῶς), πρβλ. ηλιόφωτος, κατά-φωτος
σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].

German (Pape)

λειψιφαής, Sp.