λειψός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ λειψός, -ή, -όν)
1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη, ελλιπής, λιγοστός, μη πλήρης
2. (για πρόσ.) ατελής στο σώμα ή στο πνεύμα, σωματικά ή διανοητικά ανάπηρος
νεοελλ.
1. (για βρέφος) αυτός που γεννήθηκε πρόωρα
2. ατελής («μού 'κανες λειψή δουλειά»)
3. (για άρτο) λειψανάβατος
4. φρ. «λειψό φεγγάρι» — η σελήνη όταν δεν βρίσκεται σε πανσέληνο, αλλά στο πρώτο ή στο τελευταίο τέταρτο, στην πρώτη ή στην τελευταία φάση της
μσν.
1. (για πρόσ.) αυτός που λείπει
2. στερημένος, ανικανοποίητος.
επίρρ...
λειψά
χωρίς πληρότητα, ελλιπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λειψός δημιουργήθηκε υποχωρητ. κατ' απόσπαση από τα σύνθ. του τύπου λειψίφωτος, λειψόθριξ (πρβλ. ἁψύς < ἁψίθυμος)].