λειότης

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειότης Medium diacritics: λειότης Low diacritics: λειότης Capitals: ΛΕΙΟΤΗΣ
Transliteration A: leiótēs Transliteration B: leiotēs Transliteration C: leiotis Beta Code: leio/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ,
A smoothness,opp. τραχύτης, σπλάγχνων A.Pr.493; χαλινοῦ X.Eq.10.6sq.; κατόπτρων Pl.Ti.46c; of the skin, Id.Grg.465b: in plural, Id.Ti.65c, Arist.PA648b6.
2 of the voice or pronunciation, (φωνῆς) Id.GA 786b10, Demetr.Eloc.299; λ. ὀνομάτων D.H.Vett.Cens.2.2; τῇ λ. δουλεύειν, of Isocrates, Phld.Rh.1.199 S. = D.H.Isoc.13.

German (Pape)

[Seite 24] ητος, ἡ, die Glätte, Ebenheit; σπλάγχνων Aesch. Prom. 491; κατόπτρων Plat. Tim. 46 c; Gegensatz τραχύτης 65 c, wo es im plur. steht; Folgende. – Von der Stimme, Arist. gen. an. 5, 7; von der Aussprache, Rhett.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
qualité de ce qui est lisse.
Étymologie: λεῖος.

Russian (Dvoretsky)

λειότης: ητος ἡ
1 гладкость, ровность (σπλάγχνων Aesch.; κατόπτρων Plat.);
2 нежность, приятность (τῆς φωνῆς Arst.; παρηγορία καὶ λ. Plut.);
3 безволосость (λ. κατὰ κορυφὴν φαλακρότης καλεῖται Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

λειότης: -ητος, ἡ, ὁμαλότης ἐπιφανείας, ἀντίθετ. τῷ τραχύτης, σπλάγχνων Αἰσχύλ. Πρ. 493· χαλινῶν Ξεν. Ἱππ. 10, 6, ἑξ.· κατόπτρων Πλάτ. Τίμ. 46C· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 65C, Γοργ. 165Β. 2) ἐπὶ τῆς φωνῆς ἢ τῆς προφορᾶς, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 1, Δημήτρ. Φαλ. 299, Διον. Ἁλ. Ἰσοκρ. 13· λ. ὀνομάτων, Διον. Ἁλ. Ἀρχ. Κρίσ. 2. 2.

Greek Monotonic

λειότης: -ητος, ἡ, ομαλότητα (επιφάνειας), σε Αισχύλ., Ξεν., κ.λπ.

Middle Liddell

λειότης, ητος,
smoothness, Aesch., Xen., etc.

English (Woodhouse)

smoothness, smooth surface

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)