λειόχρως

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόχρως Medium diacritics: λειόχρως Low diacritics: λειόχρως Capitals: ΛΕΙΟΧΡΩΣ
Transliteration A: leióchrōs Transliteration B: leiochrōs Transliteration C: leiochros Beta Code: leio/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ, smooth-skinned, Arist. ap. Ath.7.312f (ὁμόχρους codd.Arist.HA543a25).

German (Pape)

[Seite 24] mit glatter Haut, las Ath. VII, 312 f bei Arist. H. A. 5, 9, wo jetzt ὁμόχρως steht.

Russian (Dvoretsky)

λειόχρως: ωτος adj. с гладкой кожей Arst.

Greek (Liddell-Scott)

λειόχρως: -ωτος, ἔχων λείαν ἐπιδερμίδα, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 312F, ἔνθα ἐν τῷ κειμένῳ τοῦ Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 3) ἔχομεν ὁμόχρους.

Greek Monolingual

λειόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει λεία επιδερμίδα, λείο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -χρως (< χρώς «επιδερμίδα»), πρβλ. γαλακτόχρως, τρυφερόχρως].