λεπτακινός

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτᾰκῐνός Medium diacritics: λεπτακινός Low diacritics: λεπτακινός Capitals: ΛΕΠΤΑΚΙΝΟΣ
Transliteration A: leptakinós Transliteration B: leptakinos Transliteration C: leptakinos Beta Code: leptakino/s

English (LSJ)

λεπτακινή, λεπτακινόν, poet. for λεπταλέος, AP 11.102 (Ammian. or Nicarch.).

German (Pape)

[Seite 30] poet. = Folgdm, nach B. A. 49 ἀκριβὲς καὶ ἐπὶ λεπτὸν πεφροντισμένον. – Von Menschen, winzig, klein, Ammian. 17 (XI, 102).

Russian (Dvoretsky)

λεπτᾰκῐνός: Anth. = λεπταλέος.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 11. 102.

Greek Monolingual

λεπτακινός, -ή, -όν (Α)
(ποιητ. τ.) λεπταλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λέπταξ, κατά το φυζακ-ινός].

Greek Monotonic

λεπτᾰκῐνός: -ή, -όν, ποιητ. αντί λεπταλέος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λεπτᾰκῐνός, ή, όν [poetic for λεπτᾰλέος, Anth.]