λεπτό
Greek Monolingual
και λεφτό, το (AM λεπτόν)
μονάδα μέτρησης γωνιών που ισοδυναμεί με το ένα εξηκοστό της μοίρας μιας γωνίας
νεοελλ.
1. υποδιαίρεση της δραχμής, το ένα εκατοστό της δραχμής, το μονόλεπτο
2. (στο παρελθόν) μικρό κέρμα που αντιπροσώπευε την αξία ενός εκατοστού της δραχμής
3. το ένα εξηκοστό της ώρας, αλλ. πρώτο λεπτό
4. στον πληθ. τα λεπτά ή τα λεφτά
τα χρήματα, τα πλούτη (α. «έχει πολλά λεφτά» β. «τα λεφτά δεν κάνουν τον άνθρωπο»)
5. φρ. α. «δεν μού έμεινε λεφτό» — έμεινα άφραγκος, είμαι χωρίς χρήματα
β. «δεν δίνω λεφτό» — αδιαφορώ τελείως
γ) «σε ένα λεπτό» ή «σε δύο λεπτά» ή «σε μισό λεπτό» — σε λίγη ώρα, σε βραχύτατο χρόνο («περίμενε μισό λεπτό να τελειώσω τη δουλειά μου»)
νεοελλ.-μσν.
φρ. «στο λεφτό» ή «στο λεπτόν» — αμέσως, αυτοστιγμεί
μσν.
1. νομισματική υποδιαίρεση
2. φρ. «εἰς λεπτόν» — με λεπτομέρεια
αρχ.
1. το τμήμα του εντέρου που αρχίζει από τον πυλωρό του στομάχου και λήγει στο παχύ έντερο
2. μικρό νόμισμα που αντιστοιχούσε με το 1/336 της δραχμής («οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν, ἕως οὗ καὶ τὸ ἔσχατον λεπτὸν ἀποδῷς», ΚΔ)
3. πάπ. πιθάρι, στάμνα
4. φρ. α) «κατὰ λεπτόν» — λεπτομερώς
β) «Τὰ κατὰ λεπτόν» — τίτλος μερικών ποιημάτων του Αράτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. του επιθέτου λεπτός. Το επίθ. λεπτός χρησιμοποήθηκε εδώ για να εκφράσει πολύ μικρή υποδιαίρεση του νομίσματος, της ώρας, της μοίρας, καθώς και τμήμα του παχέος εντέρου. Ως δηλωτικό του χρόνου (ώρας) η λ. λεπτό είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. minute (< λατ. minutus «λεπτός»).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. λεπτοδείκτης. (Β' συνθετικό) νεοελλ. δεκάλεπτος, δίλεπτος, εικοσάλεπτος, εξηκοντάλεπτος, μονόλεπτος, ολιγόλεπτος, πεντάλεπτος, τετράλεπτος, τριακοντάλεπτος, τρίλεπτος].