λεπτόσαρκος
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
λεπτόσαρκον, with fine pulp, κάρυον Gp.10.64.3, cf.Sch.Theoc. 5.94.
German (Pape)
[Seite 31] mit dünnem Fleisch, mager; Schol. Theocr. 5, 94; Geop.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόσαρκος: -ον, ἔχων ὀλίγην σάρκα, Γεωπ. 10. 64, 3, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 94.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λεπτόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος
μσν.
αυτός που έχει λεπτό φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλόσαρκος, λευκό-σαρκος].