λιθάρι
From LSJ
Greek Monolingual
το (AM λιθάριον, Μ και λιθάριν και λιθάρι) μικρός λίθος, πετραδάκι
νεοελλ.
1. λίθος, πέτρα («στρώμα 'χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια», Πολίτ.)
2. ο λίθος που χρησιμοποιείται στη λιθοβολία
3. το αγώνισμα της λιθοβολίας
4. η μυλόπετρα
5. φρ. «ρίχνω λιθάρι» — μετέχω στο αγώνισμα της λιθοβολίας
μσν.
1. βράχος
2. φρ. α) «κάνω κάποιον λιθάρι» — πετρώνω κάποιον
β) «γίνομαι υπομονής λιθάρι» — γίνομαι πολύ υπομονετικός
μσν.-αρχ.
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λιθ-άριον, υποκορ. του λίθος.