λιποψυχία

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποψῡχία Medium diacritics: λιποψυχία Low diacritics: λιποψυχία Capitals: ΛΙΠΟΨΥΧΙΑ
Transliteration A: lipopsychía Transliteration B: lipopsychia Transliteration C: lipopsychia Beta Code: lipoyuxi/a

English (LSJ)

ἡ, swooning, v.l. in Hdt.1.86, Hp.Aph.7.8, Arist.Somn.Vig.455b5, Plu.2.695a, Arr.An.6.10.2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mieux que λειποψυχία;
évanouissement.
Étymologie: λείπω, ψυχή.

German (Pape)

[ῡ], ἡ, = λειποψυχία, Arist. somn. 2.

Russian (Dvoretsky)

λῐποψῡχία: ион. λῐποψυχίη ἡ потеря сознания, бессознательное состояние Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λῐποψῡχία: ἡ, = λιποθυμία, διάφ. γραφὴ παρ’ Ἡροδ. 1. 86, Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀδυναμία γὰρ αἰσθήσεων ἡ λιποψυχία Ἀριστ. περὶ Ὕπν. 2, 8, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.

Greek Monolingual

και λιποψυχιά, η (AM λιποψυχία, Α και λειποψυχία) λιποψυχώ
λιποθυμίαἀδυναμία γὰρ αἰσθήσεων ἡ λιποψυχία», Αριστοτ.)
νεοελλ.
απώλεια θάρρους, δείλιασμα, ατολμία.