λυκόβρωτος
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
λυκόβρωτον, eaten by wolves, πρόβατα Arist.HA596b7, Plu.2.642b, Orib.Eup.4.88.11; perhaps to be read in Hsch. s.v. λυκαιχλίας; cf. λυκόω.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dévoré par des loups.
Étymologie: λύκος, βιβρώσκω.
German (Pape)
vom Wolfe gefressen od. angebissen, πρόβατα, Plut. Sympos. 2.9; vgl. Arist. H.A. 8.10.
Russian (Dvoretsky)
λῠκόβρωτος: съеденный волками (πρόβατα Arst., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠκόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ λύκων βρωθείς, φαγωθείς, πρόβατα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 10, 5, Πλούτ. 2. 642Β· πρβλ. λυκόω.
Greek Monolingual
λυκόβρωτος, -ον (AM)
κατασπαραγμένος από λύκους, λυκοφαγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -βρωτος (< βιβρώσκω), πρβλ. θηριόδρωτος, κυνόδρωτος].