λωτοφόρος
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
λωτοφόρον, lotus-bearing, λειμών Pherecr.109.
Greek (Liddell-Scott)
λωτοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἢ παράγων λωτόν, λειμὼν Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 2.
Greek Monolingual
λωτοφόρος, -ον (Α)
αυτός που παράγει λωτούς («ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -φόρος (< φέρω)].