μαία

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

η (AM μαῖα)
1. γυναίκα που έχει ως επάγγελμα να ξεγεννά τις επίτοκες, μαμμή
2. είδος μεγάλου καβουριού, καβουρομάννα («τῶν καρκίνων... τὸ γένος... μέγιστον μὲν οὖν ἔστιν, ἃς καλοῦσι μαίας», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ιατρική βοηθός που παρέχει βοήθεια σε εγκύους, τίκτουσες και λεχώνες, καθώς και στα νεογέννητα, και έχει το δικαίωμα διεξαγωγής τοκετών σε κλινικές και ιδιωτικώς
μσν.-αρχ.
η γιαγιά
αρχ.
1. (σε κλητ. ως φιλική και τιμητική προσφώνηση προς ηλικιωμένες γυναίκες) μαννούλα, κυρούλα («ὦ μαῖ, ἱκετεύομαι, κάλει τὸν Ὁρθαγόραν», Αριστοφ.)
2. η τροφός, η παραμάννα
3. η μητέρα
4. το φυτό λεπίδιο
5. ως κύριο όν. ἡ Μαῖα
η μητέρα του Ερμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστική λ. της καθομιλουμένης από θ. μα- (πρβλ. μᾶ [V], μήτηρ, μάμμη) + επίθημα -ja > μα-ja και με επένθεση μαῖα (πρβλ. γραῦς: γραῖα).
ΠΑΡ. μαιεύω
αρχ.
μαιαδεύς, μαιάς, μαιήιος, μαίοι, μαιούμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ιατρόμαια.