μαγειρείο
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Greek Monolingual
και μαγειρειό και μαγερειό, το (AM μαγειρεῖον, Α και μαγιρῖον και μαγιρέον, Μ και μαγειρειόν και μαγερεῖον) μαγειρεύω
ο χώρος, το δωμάτιο όπου παρασκευάζονται τα φαγητά, η κουζίνα
νεοελλ.
1. κατάστημα στο οποίο μαγειρεύονται και πωλούνται φαγητά, λαϊκό εστιατόριο
2. τεχνολ. ενιαία μαγειρική συσκευή που συνδυάζει επίπεδες εστίες - μάτια - και κλίβανο - φούρνο - ο χειρισμός τών οποίων επιτυγχάνεται με όργανα τοποθετημένα μεταξύ τους
3. στρ. φορητός κλίβανος που μετακινούνταν με όχημα για να εφοδιάζει τους στρατιώτες με ζεστό φαγητό κατά τη μετακίνησή τους και το οποίο μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο αντικαταστάθηκε από αυτοκινούμενα οχήματα πάνω στα οποία υπάρχουν πλήρεις εγκαταστάσεις μαγειρείου
αρχ.
1. κρεοπωλείο και αρτοποιείο μαζί
2. στον πληθ. τὰ μαγειρεῖα
συνοικία τών μαγείρων στην Αθήνα, τόπος στον οποίο μίσθωναν μαγείρους.