μαλακόφθαλμος

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλᾰκόφθαλμος Medium diacritics: μαλακόφθαλμος Low diacritics: μαλακόφθαλμος Capitals: ΜΑΛΑΚΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: malakóphthalmos Transliteration B: malakophthalmos Transliteration C: malakofthalmos Beta Code: malako/fqalmos

English (LSJ)

μαλακόφθαλμον, soft-eyed, f.l. in Theodect.6.1.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰλᾰκόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μαλακοὺς ὀφθαλμούς, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε· ἡμαρτημ. γραφ. (ὡς δεικνύει τὸ μέτρον) ἀντὶ καλόφθαλμος κ.τ.τ.

Greek Monolingual

μαλακόφθαλμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τρυφερό βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ὀφθαλμός.

German (Pape)

weichäugig, κύκλος, Umschreibung des Θ, Theodect. bei Ath. X.454e.