μεγεθουργός
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
Greek (Liddell-Scott)
μεγεθουργός: -όν, μεγαλουργός. Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 382, ϛʹ, 219, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
μεγεθουργός, -όν (Μ)
αυτός που επιχειρεί και εκτελεί μεγάλα έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγεθος + -ουργός].