μειονεξία
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
ἡ, taking less than one's due, opp. πλεονεξία, X.Cyr.2.1.25, Hierax ap.Stob.3.9.54, Simp.in Cael.171.20.
German (Pape)
[Seite 116] ἡ, das Wenigerhaben, im Nachtheil Sein, Xen. Cyr. 2, 1, 25 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
infériorité.
Étymologie: cf. μειονεκτέω.
Russian (Dvoretsky)
μειονεξία: ἡ худшие условия, невыгодное положение: οὐκ ἐνῆν πρόφασις μειονεξίας Xen. не было повода ссылаться на худшие условия.
Greek (Liddell-Scott)
μειονεξία: ἡ, τὸ ἔχειν μεῖον, ὀλιγώτερον ἄλλου, ἀντίθετον τῷ πλεονεξία, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 25.
Greek Monolingual
η (Α μειονεξία) μειονέκτης
η κατάσταση του μειονεκτώ, το να μειονεκτεί κανείς έναντι άλλου.
Greek Monotonic
μειονεξία: ἡ, μειονέκτημα, σε Ξεν.
Middle Liddell
μειονεξία, ἡ,
disadvantage, Xen.