μελάγγαιος
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
μελάγγαιον, Hdt.2.12,4.198; μελάγγειος, ον, Dicaearch.1.12, Thphr. HP 8.7.2, BGU1529 (Ptol.), Antyll. ap. Orib.9.11.6; μελαγγέως, ων, gen. ω, Thphr. CP 2.4.12:—with black soil, Hdt., Thphr. ll. cc.; πόλις μ. τῇ χρόᾳ Dicaearch. l.c.
German (Pape)
[Seite 117] = Folgdm, χώρη, Her. 2, 12. 4, 198.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la terre est noire, càd de bonne qualité.
Étymologie: μέλας, γαῖα.
Russian (Dvoretsky)
μελάγγαιος: черноземный (χώρη Her.).
Greek (Liddell-Scott)
μελάγγαιος: -ον, Ἡρόδ. 2. 12., 4. 198· -γειος, ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 2· -γεως, ων, γεν. ω, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 12· ― ὁ ἔχων γῆν μέλαιναν, πλήρη ἰσχύος, μαῦρον καὶ παχὺ χῶμα, Λατ. pullus.
Greek Monolingual
μελάγγαιος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μελάγγειος.
Greek Monotonic
μελάγγαιος: -ον (γαῖα=γῆ), περιοχή με μαύρο έδαφος, με προσμείξεις αργίλου, άμμου και λάσπης, σε Ηρόδ.