μελάμπετρος Search Google

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμπετρος Medium diacritics: μελάμπετρος Low diacritics: μελάμπετρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΕΤΡΟΣ
Transliteration A: melámpetros Transliteration B: melampetros Transliteration C: melampetros Beta Code: mela/mpetros

English (LSJ)

μελάμπετρον, with black rocks, Philet. 24.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzfelsig, Conj. bei Philet. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμπετρος: -ον, ὁ ἔχων μελαίνας πέτρας (βράχους), Φιλητ. παρὰ τῷ Σχολ. Θεοκρ. 2. 6.

Greek Monolingual

μελάμπετρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρες πέτρες, μαύρους βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέτρα.