μελίτωμα

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐτωμα Medium diacritics: μελίτωμα Low diacritics: μελίτωμα Capitals: ΜΕΛΙΤΩΜΑ
Transliteration A: melítōma Transliteration B: melitōma Transliteration C: melitoma Beta Code: meli/twma

English (LSJ)

-ατος, τό, honey-cake, Batr.39, Philet. ap. Ath. 14.646d, Archig. ap. Orib.8.1.7.

German (Pape)

[Seite 125] τό, Honiggebäck, Batrach. 39; Philet. bei Ath. XIV, 646 c wird es πεπεμμένα erkl.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gâteau au miel.
Étymologie: μελιτόω.

Russian (Dvoretsky)

μελίτωμα: ατος (ῐ) τό медовое печенье Batr.

Greek (Liddell-Scott)

μελίτωμα: τό, πέμμα, πλακοῦς μετὰ μέλιτος, Βατραχομυομ. 39, Φιλητ. παρ’ Ἀθην. 646D.

Greek Monolingual

το (Α μελίτωμα) μελιτώ
νεοελλ.
(φαρμ.) σιρόπι το οποίο περιέχει μέλι
αρχ.
πίτα που περιέχει μέλι, μελόπιτα.

Greek Monotonic

μελίτωμα: -ατος, τό (μελιτόομαι), πίτα ζυμωμένη με μέλι, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

μελίτωμα, ατος, τό, μελιτόομαι
a honey-cake, Batr.