μελισσοπόνος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοπόνος Medium diacritics: μελισσοπόνος Low diacritics: μελισσοπόνος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: melissopónos Transliteration B: melissoponos Transliteration C: melissoponos Beta Code: melissopo/nos

English (LSJ)

μελισσοπόνον, = μελισσοκόμος, AP6.239 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 124] = μελισσοκόμος, Apollnds. 6 (VI, 239).

Russian (Dvoretsky)

μελισσοπόνος: ὁ Anth. = μελισσοπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοπόνος: -ον, = μελισσοκόμος, Ἀνθ. Π. 6. 239.

Greek Monolingual

μελισσοπόνος, -ον (Α)
μελισσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + πόνος «μόχθος, κόπος» (πρβλ. ματαιοπόνος)].

Greek Monotonic

μελισσοπόνος: -ον, = μελιττουργός, σε Ανθ.

Middle Liddell

μελισσο-πόνος, ον = μελιττουργός, Anth.]