μεσοπόλιος

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

German (Pape)

[Seite 139] dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μεσαιπόλιος.

Russian (Dvoretsky)

μεσοπόλιος: Aesop. = μεσαιπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοπόλιος: -ον, ὁ ὁμαλὸς τύπος τοῦ μεσαιπόλιος (ὃ ἴδε), Αἰσώπ. Μῦθ. 56, ἔκδ. Halmh, ἔνθα νῦν γράφεται μεσαιπόλιος, ἴδε ἔκδ. Κοραῆ σ. 98, μῦθ. 162.

Greek Monolingual

μεσοπόλιος και μεσαιπόλιος, -ον (ΑM)
1. αυτός ο οποίος έχει κατά το ήμισυ λευκές τρίχες, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης
2. (κατ' επέκτ.) μεσήλικος, μεσόκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πολιός «γκρίζος, ψαρός» (πρβλ. υποπόλιος). Για τον τ. μεσαιπόλιος βλ. μεσ(ο)-].

Greek Monotonic

μεσοπόλιος: -ον, κανονικός τύπος αντί μεσαιπόλιος, σε Αίσωπ.

Middle Liddell

μεσο-πόλιος, ον regular form for μεσαιπόλιος, Aesop.]