μεσόχωρος
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
μεσόχωρον, midland, Glossaria; τὸ μ. the middle space, Apollod.Poliorc. 192.6.
German (Pape)
[Seite 141] mitten im Lande, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόχωρος: -ον, μεσόγειος, ἢ ἐν μέσῳ χώρας τινός, Γλωσσ. τὸ μεσόχωρον, τὸ μέσον διάστημα, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 42.
Greek Monolingual
μεσόχωρος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στο μέσον κάποιας χώρας, ο μεσόγειος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόχωρον
το μέσο διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. ομοιόχωρος, πληθόχωρος].