μεταβολισμός

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

ο
βιολ.
1. το σύνολο τών διεργασιών που συντελούνται στα κύτταρα τών ζωντανών οργανισμών και που τους καθιστούν ικανούς να αυξάνονται, να διατηρούν την ταυτότητά τους και να αναπαράγονται, δηλαδή η ανταλλαγή ύλης και ενέργειας τών κυττάρων μεταξύ τους και με το περιβάλλον
2. φρ. α) «βασικός μεταβολισμός» — η ελάχιστη ποσότητα ενέργειας την οποία έχει ανάγκη ο οργανισμός για διατήρηση τών διεργασιών της ζωής χωρίς παροχή εργασίας από το μυϊκό ή από άλλο σύστημα
β) «ενδιάμεσος μεταβολισμός» — το σύνολο τών μεταβολών που υφίσταται μια ουσία από τη στιγμή της εισαγωγής της στο εσωτερικό περιβάλλον του οργανισμού ώς το τέλος της οξείδωσής της.