μεταγενής

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταγενής Medium diacritics: μεταγενής Low diacritics: μεταγενής Capitals: ΜΕΤΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: metagenḗs Transliteration B: metagenēs Transliteration C: metagenis Beta Code: metagenh/s

English (LSJ)

μεταγενές,
A born after, ὁ μεταγενής the youngest, Men.154: Comp. μεταγενέστερος D.S.12.11, Luc.Salt.80; οἱ μεταγενέστεροι posterity, D.S. 11.14, J.BJ2.8.10, Hierocl.in CA 4p.426M.
2 of later time, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς D.H.Th.9: hence, in Philos., ταῦτα μεταγενέστερα τῶν γενῶν τοῦ ὄντος prob. in Procl. in Prm.p.850 S.; also μ. μετὰ ταῦτα τὴν πολυπραγμοσύνην consequent, Phld.Rh.2.262 S.

German (Pape)

[Seite 145] ές, nachher, später geboren; Men. bei Ath. XIII, 559 e; Luc. de salt. 80; gew. im compar., οἱ μεταγενέστεροι, die Nachkommen, D. Sic. 1, 15. 11, 14; Plut. u. A.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né plus tard ; en gén. dernier;
Cp. μεταγενέστερος postérieur, ultérieur.
Étymologie: μετά, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεταγενής: тж. compar. родившийся позже, т. е. младший Men., Luc.: οἱ μεταγενέστεροι Diod. потомки.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγενής: -ές, ὁ μετὰ ταῦτα γεννηθείς, ὁ μεταγενής, ὁ νεώτατος, ὁ ἔσχατος γεννηθείς, Μένανδρ. ἐν «Ἐμπιπραμένῃ» 1· συγκρ. μεταγενέστερος, Διοσκ. 12. 11, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· οἱ μεταγενέστεροι, οἱ μετὰ ταῦτα ἐσόμενοι, Διόδ. 11. 14. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ὑστέρους χρόνους, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9.

Greek Monolingual

μεταγενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε κατόπιν, ο μεταγενέστερος, ο μετά από άλλον ή μετά από κάποιο γεγονός
2. το αρσ. ως ουσ. ο μεταγενής
ο νεώτατος, ο πιο νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -γενής (< γένος), πρβλ. και προγενής (> προγενέστερος)].