μετασύγκριση
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
Greek Monolingual
η (Α μετασύγκρισις) μετασυγκρίνω
νεοελλ.
θεραπευτική μέθοδος η οποία συνίσταται στη βαθμιαία τόνωση του ασθενούς ύστερα από χρόνιο νόσημα και στη μεταβολή της δίαιτάς του καθώς και στη χορήγηση διαφόρων φαρμάκων τα οποία προκαλούν εφίδρωση του οργανισμού
αρχ.
βελτίωση της εσωτερικής κατάστασης του ανθρώπινου σώματος με την αφαίρεση, διά μέσου τών πόρων του δέρματος, τών νοσογόνων χυμών.