μεταφύτευση
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
Greek Monolingual
η (Μ μεταφύτευσις) μεταφυτεύω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταφυτεύω, η απόσπαση φυτού από ένα μέρος και η εκ νέου φύτευσή του σε άλλο
2. ιατρ. μεταμόσχευση
3. (στην οδοντιατρική) εμφύτευση φυσικού δοντιού στο φατνίο άλλου δοντιού
4. μτφ. μετάδοση ιδεών, γνώσεων ή εθίμων ενός τόπου σε άλλον τόπο («η μεταφύτευση τών ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στην Ελλάδα επηρέασε σημαντικά τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό»)
μσν.
μεταφυτεία.