μετεξανίσταμαι

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεξανίσταμαι Medium diacritics: μετεξανίσταμαι Low diacritics: μετεξανίσταμαι Capitals: ΜΕΤΕΞΑΝΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: metexanístamai Transliteration B: metexanistamai Transliteration C: meteksanistamai Beta Code: metecani/stamai

English (LSJ)

Pass., move from one place to another, Luc.Symp.13.

French (Bailly abrégé)

déplacer d'un endroit à un autre.
Étymologie: μετά, ἐξανίστημι.

Russian (Dvoretsky)

μετεξανίσταμαι: переходить, уходить (πρὸς τὴν ἀφθονωτέραν νομήν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μετεξανίσταμαι: Παθ., μεταβαίνω ἀπὸ ἑνὸς τόπου εἰς ἕτερον, Λουκ. Συμπ. 13.

Greek Monotonic

μετεξανίσταμαι: Παθ., μετακινούμαι από ένα μέρος σε άλλο, σε Λουκ.

Middle Liddell

Pass. to move from one place to another, Luc.