μηναγύρτης

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνᾰγύρτης Medium diacritics: μηναγύρτης Low diacritics: μηναγύρτης Capitals: ΜΗΝΑΓΥΡΤΗΣ
Transliteration A: mēnagýrtēs Transliteration B: mēnagyrtēs Transliteration C: minagyrtis Beta Code: mhnagu/rths

English (LSJ)

μηναγύρτου, ὁ, a priest of Rhea, who made rounds of begging visits (cf. μητραγύρτης), Ph.2.316, Cels. ap. Origenes Cels.1.9 (v.l.), Poll.7.188 (v.l.), Aesop.290, Hsch., Phot., Suid.; title of plays by Antiphanes (as v.l.) and Menander.

German (Pape)

[Seite 174] ὁ, ein monatlich (μήν) herumziehender, bettelnder Priester der Cybele, VLL.; sonst μητραγύρτης, vgl. Mein. Men. p. 111.

Greek (Liddell-Scott)

μηνᾰγύρτης: -ου, ὁ, ἱερεὺς τῆς Μήνης ἤτοι τῆς Κυβέλης, ὁ κατὰ μῆνα περιερχόμενος καὶ συναθροίζων βοηθείας (πρβλ. μητραγύρτης), Meineke εἰς Μένανδρ. 111· ― ὁ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπαρ. 79Β μνημονεύει ῥῆμα μηναγυρτέω ἐκ Διονυσ. τοῦ Ἁλ. 2. 19, ἔνθα μητραγυρτέω.

Greek Monolingual

μηναγύρτης, ὁ (Α)
1. μητραγύρτης
2. ως κύριο όν. Μηναγύρτης
τίτλος κωμωδιών του Αντιφάνους και του Μενάνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Μήν- + ἀγύρτης «ζητιάνος» (< ἀγείρω)].