μολιβδικός

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολιβδικός Medium diacritics: μολιβδικός Low diacritics: μολιβδικός Capitals: ΜΟΛΙΒΔΙΚΟΣ
Transliteration A: molibdikós Transliteration B: molibdikos Transliteration C: molivdikos Beta Code: molibdiko/s

English (LSJ)

v. μολυβδικός.

Greek Monolingual

μολιβδικός, -ή, -όν (Α)
βλ. μολυβδικός.

German (Pape)

und ä., s. μολυβδικός und ä.