μολιβδικός
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
v. μολυβδικός.
Greek Monolingual
μολιβδικός, -ή, -όν (Α)
βλ. μολυβδικός.
German (Pape)
und ä., s. μολυβδικός und ä.