μονόζωστος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόζωστος Medium diacritics: μονόζωστος Low diacritics: μονόζωστος Capitals: ΜΟΝΟΖΩΣΤΟΣ
Transliteration A: monózōstos Transliteration B: monozōstos Transliteration C: monozostos Beta Code: mono/zwstos

English (LSJ)

μονόζωστον, = μονόζωνος 1, Hermesian.7.7.

German (Pape)

[Seite 203] = μονόζωνος, allein, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 b.

Greek (Liddell-Scott)

μονόζωστος: -ον, = μονόζωνος Ι, Ἑρμησιάναξ 5. 7.

Greek Monolingual

μονόζωστος, -ον (Α)
αυτός που φορά μία ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζωστος (< ζώννυμι «ζώνω»), πρβλ. εύζωστος, λινόζωστος].