μονόζωστος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
μονόζωστον, = μονόζωνος 1, Hermesian.7.7.
German (Pape)
[Seite 203] = μονόζωνος, allein, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 b.
Greek (Liddell-Scott)
μονόζωστος: -ον, = μονόζωνος Ι, Ἑρμησιάναξ 5. 7.
Greek Monolingual
μονόζωστος, -ον (Α)
αυτός που φορά μία ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζωστος (< ζώννυμι «ζώνω»), πρβλ. εύζωστος, λινόζωστος].